Στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1944, την ώρα που ο λαός πανηγύριζε στους δρόμους την απελευθέρωση της πρωτεύουσας, δυνάμεις του ΕΛΑΣ μαζί με εργάτες, έδιναντην τελευταία μεγαλη μάχη στο λεκανοπέδιο. Μια μάχη στο πλαίσιο της προστασίας, αυτή τη φορά, των υποδομών της πόλης από τα υποχωρούντα γερμανικά στρατεύματα. Η νικηφόρα ένοπλη σύγκρουση στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας στο Κερατσίνι εξασφάλισε την συνέχιση της ηλεκτροδότησης της Αθήνας και του Πειραιά και αποτέλεσε σύμβολο τόσο στην ιστορία της ΕΑΜικής Αντίστασης όσο και αυτή της περιοχής: στην ιστορία του Πειραιά και των γειτονιών του.
Στη μάχη, στην οποία συμμετείχε το 1/6 Τάγμα του ΕΛΑΣ, μονάδες υποστήριξης, εργάτες και κάτοικοι της περιοχής, έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, 11 αντιστασιακοί. Από την πλευρά των Γερμανών οι απώλειες ήταν: 11 νεκροί, 21 τραυματίες και 24 αιχμάλωτοι, οι οποίοι παραδώθηκαν, στη συνέχεια, στους Βρετανούς.
Φέτος, με αφορμή την συμπλήρωση 70 χρόνων από τη μάχη, στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα πια, εκτός από την καθιερωμένη κατάθεση στεφάνων στο μνημείο που έχει ανεγερθεί στο χώρο του εργοστασίου προς τιμήν πεσόντων και αγωνιστών, πραγματοποιείται εκδήλωση με πρωτοβουλία των τμημάτων Πολιτισμού-Αθλητισμού και Δημοτικών Βιβλιοθηκών, Αρχείου και Μουσείων του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας σε συνεργασία με το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας (Δευτέρα 13 Οκτωβρίου, 7.00 μ.μ., πολιτιστικό κέντρο Αντώνης Σαμαράκης). Στη συζήτηση με θέμα την εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά συμμετέχουν οι ιστορικοί Πολυμέρης Βόγλης και Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Από την πλευρά μας, δημοσιεύουμε μια αφήγηση των γεγονότων από τον Σταύρο Γεωργίου, εκ των συμμετεχόντων σε αυτά, που περιέχεται στο βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση, καπετάνιου του 6ου ανεξάρτητου συντάγματος Πειραιά, Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση (Σύνδεσμος Δήμος Περιοχών Πειραιά – Δυτικης Αττικής, Αθήνα 1989, σ. 454-456). Μια αφήγηση σύντομη και μερική, που ωστόσο λέει μια ιστορία: αυτή της έντασης του αγώνα, της στράτευσης στον κοινό σκοπό και της αυτοθυσίας σε μια στιγμη που θεωρητικά, ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Πώς πολέμησε ο ΕΛΑΣ κι οι εργαζόμενοι στη Ηλεκτρικό Εργοστάσιο
Του Σταύρου Γεωργίου, εργάτη «Ηλεκτρικής»
«Κι εγώ οπλοφορούσα. Η οργάνωση μου είχε δόσει ένα περίστροφο. Από τη μάντρα του εργοστασίου “Ελούλ” που έφθασαν πολλοί συναγωνιστές αρχίσαμε και βάλλαμε στη Γέφυρα, που πολλοί Γερμανοί μη μπορώντας να φυλαχτούν έτρεξαν χώθηκαν κάτω απ’ αυτήν.
Μέσα στο εργοστάσιο ήταν οι εννέα ΕΛΑΣίτες, ο Καλαποθάκος, ο Αλιβέρτος, ο Καρακατσάνης, ο Αρμόδιος, ο Τάσος Γεωργίου, ο Μπουμπούνας.
Οι Γερμανοί είχαν έλθει μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο και τρία μεγάλα με βαρύ οπλισμό. Στη στροφή του δρόμου βρήκαν ένα γεροντάκι. Τον ρωτήσανε, από πού πρέπει να πάνε για το εργοστάσιο. Το γεροντάκι θέλησε να τους παραπλανήση. Κι όπως μάθαμε αργότερα το εκτέλεσαν.
Οι Γερμανοί δεν περίμεναν πως είχε φρουρά το εργοστάσιο. Κι ούτε σκέφτηκαν να κατέβουν απ’ το αυτοκίνητο και ακολοθούσαν τα άλλα τρία. Οι μαχητές του εργοστασίου είχαν το σχέδιό τους. Οι πιο πολλοί ανέβηκαν στην ταράτσα του εστιατορίου και μερικοί πήραν θέσεις στο παρατηρητήριο. Από κει κατάλαβαν ότι έχουν αυτό που χρειάζονται: Πεδίο μάχης πλεονεκτικό.
Όταν έφτασαν οι Γερμανοί στο εργοστάσιο (το μικρό απείχε από την είσοδο 6-7 μέτρα και τα άλλα ξοπίσω του) άρχισαν οι μπαταριές από την ταράτσα.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν γιατί καθώς ήταν αμέριμνοι και ακάλυπτοι, σε ανοιχτό χώρο είχαν με την πρώτη αρκετούς τραυματίες και νεκρούς. Το έδαφος δεν τους ευνοούσε. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα για τους δικούς μας μαχητές. Γι’ αυτό οι Γερμανοί μη μπορώντας ν’ αμυνθούν πήραν την αριστερή πλευρά του δρόμου, που τους κάλυπτε περισσότερο και χώθηκαν κάτω από το γεφύρι.
Στο μεταξύ άρχισαν να έρχονται για ενίσχυση ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις να βοηθήσουν. Το πόσο γρήγορα μαζεύτηκαν δεν μπορώ να το περιγράψω.
Ήλθε ο ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς της Νέας και της Παλιάς, του Κοκκινόβραχου. Γέμισαν τα βουνά. Γιατί βουνά, άχτιστα ήταν τότε οι γύρω γειτονιές… Στο μεταξύ το τουφεκίδι συνέχιζε από μέσα κι απ’ έξω.
Οι Γερμανοί βλέποντας πως δεν υπήρχε διέξοδος, δεν ξέραν τι να κάμουν, τά χασαν. Κι αυτοί που ήταν πάνω στ’ αυτοκίνητα τραυματισμένοι και όχι, πρώτοι σήκωσαν τα χέρια. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή:
- Παύσατε πυρ!
Έτσι έπαψαν τα πυρά.
Όσοι ήσαν στο γεφύρι, άρχισαν να βγαίνουν σαν τα ποντίκια. Τότε ήλθα κι εγώ σε επαφή με δύο γερμανούς αξιωματικούς. Από τον ένα πήρα το περίστροφο. Όμως κείνη την ώρα ήλθε ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ, μου το ζήτησε και του το εδωσα. Νόμισα πως ήταν ο σ. Κεπέσης. Προχώρησα προς την πόρτα του εργοστασίου και ανέβηκα στο παρατηρητήριο και ζήτησα τον Καλαποθάκο. Όμως δεν τον βρήκα. Τότε πήδησα τον μαντρότοιχο που είχε πέρασμα και τον είδα ξαπλωμένο. Κοντά μου ήταν κι άλλοι και τι να δω: Ο Αντώνης Καλαποθάκος ήταν νεκρός.
Τον φορτωθήκαμε αμέσως και τον πήγαμε στο καταφύγιο. Εκεί μαζέψαμε όλους τους νεκρούς. Απ’ ότι έμαθα ο Νέστορας Γεωργιάδης (μηχανικός) πήγε να βγει από τη μεριά του “Ελούλ” και σκοτώθηκε από νάρκη. Κι ο Μαργαρώνης από νάρκη πήγε κι αυτός. Όσο για τον Καλαποθάκο, η γνώμη μου είναι ότι πήδησε τον τοίχο για να τρέξει να βρει πολυβόλο και δέχτηκε ριπή από γερμανικό αυτοκίνητο. Έτσι έπεσε το άξιο παλικάρι.
… Στις 9 το πρωί της 13ης Οκτώβρη […] στην είσοδο του εργοστασίου, εμφανίστηκε ο μηχανικός Λάβδας (που είχαμε διώξει απ’ το εργοστάσιο σα συνεργάτη των γερμανών) με τον ταξίαρχο Π. Κατσώτα. Όταν ύστερα από ειδοποίηση πήγα για συνάντησή τους, σαν εκπρόσωπος των εργατών, ο Κατσώτας με ρώτησε:
- Ποιος έσωσε το Εργοστάσιο;
- Ο ΕΛΑΣ της περιοχής, οι εργαζόμενοι και άλλοι αγωνιστές που ήλθαν και πήραν μέρος στη μάχη, έξω απ’ το εργοστάσιο, του απάντησα κοφτά.
Ο Π. Κατσώτας κατάπιε το σάλιο του κι ύστερα από κάποια σκέψη μου λέγει:
- Να φέρω τότε χωροφύλακες να φυλάξουν το εργοστάσιο.
- Εμείς που το σώσαμε – ΕΛΑΣ και εργαζόμενοι – είμαστε σε θέση να το φυλάξουμε κύριε συνταγματάρχα, του είπα κοφτα και του κοψα την κουβέντα».
Στήλη: Κομμάτια και αποσπάσματα: Ιστορίες στο Κόκκινο
Επιμέλεια: Μάνος Αυγερίδης
Air Jordan