Θες να ενισχύσεις τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας;
Γίνε μέλος των Φίλων των ΑΣΚΙ ή ανανέωσε τη συνδρομή σου!
Οι Φίλοι των ΑΣΚΙ είναι ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο που ιδρύθηκε με σκοπό την υλική και ηθική ενίσχυση των Αρχείων. Το σωματείο αναλαμβάνει δράσεις και πρωτοβουλίες με στόχο τον εμπλουτισμό του αρχειακού πλούτου και την ανάδειξη του πολύπλευρου επιστημονικού έργου των ΑΣΚΙ στην Αθήνα και την περιφέρεια.
Μπορείς και εσύ να γίνεις Φίλος και Φίλη των ΑΣΚΙ (ή να ανανεώσεις τους δεσμούς σου με το σωματείο) με τα ακόλουθα απλά βήματα:
Καταθέτοντας 30 ευρώ στον λογαριασμό GR5402601780000880201083485 (Eurobank).
Στέλνοντας ένα e-mail στο Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. με στοιχεία επικοινωνίας, ταχυδρομική διεύθυνση και το αποδεικτικό της κατάθεσης. ...περισσότερα
Επισκεφθείτε τη νέα ιστοσελίδα του ψηφιακού περιοδικού Ο Πολίτης
https://aski.gr/PolitisMagazine/index.php
Στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1944, την ώρα που ο λαός πανηγύριζε στους δρόμους την απελευθέρωση της πρωτεύουσας, δυνάμεις του ΕΛΑΣ μαζί με εργάτες, έδιναντην τελευταία μεγαλη μάχη στο λεκανοπέδιο. Μια μάχη στο πλαίσιο της προστασίας, αυτή τη φορά, των υποδομών της πόλης από τα υποχωρούντα γερμανικά στρατεύματα. Η νικηφόρα ένοπλη σύγκρουση στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας στο Κερατσίνι εξασφάλισε την συνέχιση της ηλεκτροδότησης της Αθήνας και του Πειραιά και αποτέλεσε σύμβολο τόσο στην ιστορία της ΕΑΜικής Αντίστασης όσο και αυτή της περιοχής: στην ιστορία του Πειραιά και των γειτονιών του.
Στη μάχη, στην οποία συμμετείχε το 1/6 Τάγμα του ΕΛΑΣ, μονάδες υποστήριξης, εργάτες και κάτοικοι της περιοχής, έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, 11 αντιστασιακοί. Από την πλευρά των Γερμανών οι απώλειες ήταν: 11 νεκροί, 21 τραυματίες και 24 αιχμάλωτοι, οι οποίοι παραδώθηκαν, στη συνέχεια, στους Βρετανούς.
Φέτος, με αφορμή την συμπλήρωση 70 χρόνων από τη μάχη, στη γειτονιά του Παύλου Φύσσα πια, εκτός από την καθιερωμένη κατάθεση στεφάνων στο μνημείο που έχει ανεγερθεί στο χώρο του εργοστασίου προς τιμήν πεσόντων και αγωνιστών, πραγματοποιείται εκδήλωση με πρωτοβουλία των τμημάτων Πολιτισμού-Αθλητισμού και Δημοτικών Βιβλιοθηκών, Αρχείου και Μουσείων του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας σε συνεργασία με το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας (Δευτέρα 13 Οκτωβρίου, 7.00 μ.μ., πολιτιστικό κέντρο Αντώνης Σαμαράκης). Στη συζήτηση με θέμα την εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά συμμετέχουν οι ιστορικοί Πολυμέρης Βόγλης και Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Από την πλευρά μας, δημοσιεύουμε μια αφήγηση των γεγονότων από τον Σταύρο Γεωργίου, εκ των συμμετεχόντων σε αυτά, που περιέχεται στο βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση, καπετάνιου του 6ου ανεξάρτητου συντάγματος Πειραιά, Ο Πειραιάς στην Εθνική Αντίσταση (Σύνδεσμος Δήμος Περιοχών Πειραιά – Δυτικης Αττικής, Αθήνα 1989, σ. 454-456). Μια αφήγηση σύντομη και μερική, που ωστόσο λέει μια ιστορία: αυτή της έντασης του αγώνα, της στράτευσης στον κοινό σκοπό και της αυτοθυσίας σε μια στιγμη που θεωρητικά, ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Πώς πολέμησε ο ΕΛΑΣ κι οι εργαζόμενοι στη Ηλεκτρικό Εργοστάσιο
Του Σταύρου Γεωργίου, εργάτη «Ηλεκτρικής»
«Κι εγώ οπλοφορούσα. Η οργάνωση μου είχε δόσει ένα περίστροφο. Από τη μάντρα του εργοστασίου “Ελούλ” που έφθασαν πολλοί συναγωνιστές αρχίσαμε και βάλλαμε στη Γέφυρα, που πολλοί Γερμανοί μη μπορώντας να φυλαχτούν έτρεξαν χώθηκαν κάτω απ’ αυτήν.
Μέσα στο εργοστάσιο ήταν οι εννέα ΕΛΑΣίτες, ο Καλαποθάκος, ο Αλιβέρτος, ο Καρακατσάνης, ο Αρμόδιος, ο Τάσος Γεωργίου, ο Μπουμπούνας.
Οι Γερμανοί είχαν έλθει μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο και τρία μεγάλα με βαρύ οπλισμό. Στη στροφή του δρόμου βρήκαν ένα γεροντάκι. Τον ρωτήσανε, από πού πρέπει να πάνε για το εργοστάσιο. Το γεροντάκι θέλησε να τους παραπλανήση. Κι όπως μάθαμε αργότερα το εκτέλεσαν.
Οι Γερμανοί δεν περίμεναν πως είχε φρουρά το εργοστάσιο. Κι ούτε σκέφτηκαν να κατέβουν απ’ το αυτοκίνητο και ακολοθούσαν τα άλλα τρία. Οι μαχητές του εργοστασίου είχαν το σχέδιό τους. Οι πιο πολλοί ανέβηκαν στην ταράτσα του εστιατορίου και μερικοί πήραν θέσεις στο παρατηρητήριο. Από κει κατάλαβαν ότι έχουν αυτό που χρειάζονται: Πεδίο μάχης πλεονεκτικό.
Όταν έφτασαν οι Γερμανοί στο εργοστάσιο (το μικρό απείχε από την είσοδο 6-7 μέτρα και τα άλλα ξοπίσω του) άρχισαν οι μπαταριές από την ταράτσα.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν γιατί καθώς ήταν αμέριμνοι και ακάλυπτοι, σε ανοιχτό χώρο είχαν με την πρώτη αρκετούς τραυματίες και νεκρούς. Το έδαφος δεν τους ευνοούσε. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα για τους δικούς μας μαχητές. Γι’ αυτό οι Γερμανοί μη μπορώντας ν’ αμυνθούν πήραν την αριστερή πλευρά του δρόμου, που τους κάλυπτε περισσότερο και χώθηκαν κάτω από το γεφύρι.
Στο μεταξύ άρχισαν να έρχονται για ενίσχυση ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις να βοηθήσουν. Το πόσο γρήγορα μαζεύτηκαν δεν μπορώ να το περιγράψω.
Ήλθε ο ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς της Νέας και της Παλιάς, του Κοκκινόβραχου. Γέμισαν τα βουνά. Γιατί βουνά, άχτιστα ήταν τότε οι γύρω γειτονιές… Στο μεταξύ το τουφεκίδι συνέχιζε από μέσα κι απ’ έξω.
Οι Γερμανοί βλέποντας πως δεν υπήρχε διέξοδος, δεν ξέραν τι να κάμουν, τά χασαν. Κι αυτοί που ήταν πάνω στ’ αυτοκίνητα τραυματισμένοι και όχι, πρώτοι σήκωσαν τα χέρια. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή:
- Παύσατε πυρ!
Έτσι έπαψαν τα πυρά.
Όσοι ήσαν στο γεφύρι, άρχισαν να βγαίνουν σαν τα ποντίκια. Τότε ήλθα κι εγώ σε επαφή με δύο γερμανούς αξιωματικούς. Από τον ένα πήρα το περίστροφο. Όμως κείνη την ώρα ήλθε ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ, μου το ζήτησε και του το εδωσα. Νόμισα πως ήταν ο σ. Κεπέσης. Προχώρησα προς την πόρτα του εργοστασίου και ανέβηκα στο παρατηρητήριο και ζήτησα τον Καλαποθάκο. Όμως δεν τον βρήκα. Τότε πήδησα τον μαντρότοιχο που είχε πέρασμα και τον είδα ξαπλωμένο. Κοντά μου ήταν κι άλλοι και τι να δω: Ο Αντώνης Καλαποθάκος ήταν νεκρός.
Τον φορτωθήκαμε αμέσως και τον πήγαμε στο καταφύγιο. Εκεί μαζέψαμε όλους τους νεκρούς. Απ’ ότι έμαθα ο Νέστορας Γεωργιάδης (μηχανικός) πήγε να βγει από τη μεριά του “Ελούλ” και σκοτώθηκε από νάρκη. Κι ο Μαργαρώνης από νάρκη πήγε κι αυτός. Όσο για τον Καλαποθάκο, η γνώμη μου είναι ότι πήδησε τον τοίχο για να τρέξει να βρει πολυβόλο και δέχτηκε ριπή από γερμανικό αυτοκίνητο. Έτσι έπεσε το άξιο παλικάρι.
… Στις 9 το πρωί της 13ης Οκτώβρη […] στην είσοδο του εργοστασίου, εμφανίστηκε ο μηχανικός Λάβδας (που είχαμε διώξει απ’ το εργοστάσιο σα συνεργάτη των γερμανών) με τον ταξίαρχο Π. Κατσώτα. Όταν ύστερα από ειδοποίηση πήγα για συνάντησή τους, σαν εκπρόσωπος των εργατών, ο Κατσώτας με ρώτησε:
- Ποιος έσωσε το Εργοστάσιο;
- Ο ΕΛΑΣ της περιοχής, οι εργαζόμενοι και άλλοι αγωνιστές που ήλθαν και πήραν μέρος στη μάχη, έξω απ’ το εργοστάσιο, του απάντησα κοφτά.
Ο Π. Κατσώτας κατάπιε το σάλιο του κι ύστερα από κάποια σκέψη μου λέγει:
- Να φέρω τότε χωροφύλακες να φυλάξουν το εργοστάσιο.
- Εμείς που το σώσαμε – ΕΛΑΣ και εργαζόμενοι – είμαστε σε θέση να το φυλάξουμε κύριε συνταγματάρχα, του είπα κοφτα και του κοψα την κουβέντα».
Στήλη: Κομμάτια και αποσπάσματα: Ιστορίες στο Κόκκινο
Επιμέλεια: Μάνος Αυγερίδης
Air Jordan
ΕΚΑΝΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ
Η εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη το 1953 και του Ν. Πλουμπίδη το 1954 αποτελούν μέρος του ματωμένου επιλόγου του εμφυλίου πολέμου αλλά και της απάντησης των νικητών στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της αριστερής παράταξης στην Ελλάδα, μετά την λήξη του εμφυλίου. Κορυφαία στιγμή για τον Ν. Πλουμπίδη είναι η στάση του στο Στρατοδικείο που τον καταδίκασε σε θάνατο τον Ιούλιο 1953, όπου κλήθηκε να υπερασπίσει την πολιτική του ΚΚΕ, ενώ είχε καταγγελθεί ως χαφιές και προβοκάτορας. Ο τρόπος που χειρίστηκε την υπεράσπιση του αποτέλεσε μείζονα πολιτική πράξη, όπως έδειξε η μελλοντική πορεία της «υπόθεσης Ν. Πλουμπίδη» που δεν μπορεί να «κλείσει» αν δεν αντιμετωπιστεί ουσιαστικά και πολιτικά.
Γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας την Πρωτοχρονιά του 1903. Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Δημητσάνα. Το μέτωπο κατέρρευσε λίγο πριν την αναχώρηση της μονάδας του για τη Μικρά Ασία. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Πύργου Ηλείας και διορίστηκε δάσκαλος στην Βούρμπα (Μηλέα) Ελασσόνας το 1924. Παρέμεινε στην εκπαίδευση εως το 1929, οπότε και απολύθηκε λόγω της ένταξης του και της δράσης του στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, από το 1925. Από τότε η ζωή του είναι συνυφασμένη με τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες στην Ελλάδα. Το 1929 εκλέγεται στο Προεδρείο των Δημοσίων Υπαλλήλων, αλλά είναι για κείνον και η χρονιά που εμφανίζεται η φυματίωση των πνευμόνων, ασθένεια που θα τον συνοδεύσει ως το τέλος της ζωής του. Το 1931, εκλέχτηκε μέλος του Γραφείου Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ και το 1932 μέλος του Προεδρείου της Ενωμένης ΓΣΕΕ.
Το 1934 πηγαίνει στη Μόσχα όπου εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή και σπουδάζει στο KUTV (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής). Τον Δεκέμβρη του 1935 στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Το 1938, καθώς οι πολυάριθμες συλλήψεις από την δικτατορία του Ι. Μεταξά έχουν αποδεκατίσει το στελεχικό δυναμικό, εκλέγεται μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Συλλαμβάνεται τον Μάιο του 1939. Τον Φεβρουάριο του 1942 δραπετεύει από την Τρίπολη, γυρίζει στην Αθήνα και συνεισφέρει στην οργάνωση της αντίστασης μέσα από τις κομματικές και ΕΑΜικές οργανώσεις. Κορυφαία στιγμή, η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης Ελλήνων εργατών για τα εργοστάσια της Γερμανίας, τον Μάρτιο 1943.
Προσωπικές στιγμές, ο γάμος του με την Ιουλία Παπαχρίστου, επίσης μέλος του ΚΚΕ, τον Φεβρουάριο 1946 και η γέννηση του γιού του, σε βαθειά παρανομία, τον Μάιο 1948. Αδιάκοπα στην παρανομία από το 1947, μετά το κύμα συλλήψεων στελεχών το 1948 και 1949 αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος του στην καθοδήγηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την αναδιοργάνωση της πολιτικής εκπροσώπησης της αριστεράς.
Το 1950 λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθοδηγεί την ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης. Το 1951 παραδίδει την ηγεσία των παράνομων κομματικών οργανώσεων στο Ν. Μπελογίαννη και αναλαμβάνει ξανά μετά την σύλληψη του τελευταίου. Το 1951, με εντολή του Ν. Ζαχαριάδη, μετέχει ενεργά στην ίδρυση της ΕΔΑ (3.8.1951).
Λίγο αργότερα αρχίζει η απομόνωση του από το κόμμα. Πρόκειται για ζήτημα που δεν έχει ως σήμερα πλήρως διευκρινιστεί και ανήκει στην διαχείριση της ήττας στον εμφύλιο πόλεμο από την εξόριστη κομματική ηγεσία και τις διαφορετικές στρατηγικές ανασυγκρότησης των κομματικών και αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα. Συλλαμβάνεται τον Νοέμβριο 1952 και συγχρόνως καταγγέλεται ως προβοκάτορας από το κόμμα. Η δίκη του, τον Ιούλιο του 1953, αναδεικνύεται σε μείζον πολιτικό γεγονός καθώς ο κατηγορούμενος που αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της υπεράσπισης της πολιτικής του κόμματος, συγχρόνως κατηγορείται από την ηγεσία ως χαφιές και προβοκάτορας.
Εκτελέστηκε «στα κρυφά» στις 14 Αυγούστου 1954, ενώ η θανατική καταδίκη εκκρεμούσε από καιρό στο γραφείο του υπουργού Δικαιοσύνης. Η κοινωνική διάσταση της υπόθεσης Ν. Πλουμπίδη θα είναι μονόπλευρη αν μείνουμε σε μια εκτός τόπου και χρόνου ηρωική στάση ενός ανθρώπου και δεν δούμε την πολιτική της πλευρά. Ότι δηλαδή, από την σύλληψη του και αφού παγιδεύτηκε στη διπλή κατηγορία έκανε πολιτική με αυτό που διέθετε, την ίδια του τη ζωή.
Το ποίημα του Δημήτρη Δούκαρη (ενότητα Καλλίστη Θήρα 1953 ) αποδίδει την θύελλα που προκάλεσε η «υπόθεση Πλουμπίδη» στην συνείδηση πολλών ανθρώπων στρατευμένων στην υπόθεση της κομμουνιστικής αλλά και της ευρύτερης αριστεράς.
Δίκη Νικολάου Πλουμπίδη
Από τη Σωτηρία του υπόκωφου θάνατου
έως τη σωτηρία της ψυχής σου, πάνου στο πήλινο Γουδί του αθάνατου πόνου,
στενή κι’ αδιάβατος, τραχεία η οδός-
κι’ από όσες βάραιναν σκλαβιές τον κλήρο σου,
απ’ όσες λευτεριές σκαρφάλωναν
στο τιμημένο της ζωής σου όραμα:
η Ελευθερία του Σταυρού,
στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου-
ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου
κι’ η αχή σου ν’ αντηχεί εν τη ερήμω ̇
ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές : τον Βαρραβάν ,
πάντοτε και απανταχού οι κραυγές : τον Βαρραβάν –
όχι εσένα, προ παντός, όχι ε σ έ ν α ̇
την ιερή πλήρωση του κύκλου σου,
το σιωπηλό σπασμό του χρέους,
την κρυφή αγωνία του σκαμένου μαρτυρίου -
ω σιγαληνή αδημονία του:
ο ποιεις, ποίησον τάχιον,
κι οι φρουροί ένα γύρω μ’ εξαντλητική καθυστέρηση
και μήτε ποιητής, μήτε τ’ ουρανού τα κύματα,
να χαιρετίζουν το μήνυμα της ολοδικής σου Ειρήνης,
στο τελευταίο της λευτεριάς σου βλέμμα –
γιέ αλγεινής μοίρας,
απόστολε της έσχατης ερήμωσης ̇
το στεφάνι σου εξ’ ακάνθων, μαρμάρινο στεφάνι,
στ’ αναρτημένα λείψανα της εποχής μας.
Δ.Ν. Πλουμπίδης & Νατ. Δομνάκη
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
Η σύλληψη, τον Νοέμβριο του 1952, του Νίκου Πλουμπίδη, η αποκήρυξη του από το ΚΚΕ, η καταδίκη του σε θάνατο για κατασκοπεία και η εκτέλεση του στις 14 Αυγούστου 1954 αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα από τα πλέον σημαντικά επεισόδια στην μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, το οποίο σημάδεψε την ιστορία της Αριστεράς στη χώρα μας.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του και της δίκης του, ο Πλουμπίδης αρνήθηκε να αποκηρύξει το ΚΚΕ. Διαδήλωσε την πίστη του στο Πολιτικό Γραφείο και τον σεβασμό στις αποφάσεις του, ακόμη και εάν ήταν λανθασμένες, όπως στη δική του περίπτωση, ενώ παράπεμψε την δικαίωση του σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν το κόμμα θα επανεξέταζε την υπόθεση του.
Παράλληλα, όμως, όπως γνωρίζουμε σήμερα, συνέγραψε μια σειρά επιστολών-σημειωμάτων προς την οικογένεια του, από το 1953 έως το 1954, τα οποία αποτελούν ένα είδος απολογίας του προς το κόμμα και τις υποθέσεις που θεώρησε ότι στοιχειοθέτησαν την κατηγορία του χαφιέ εναντίον του. Τα γράμματα αυτά παραδόθηκαν, με βάση την επιθυμία του Πλουμπίδη, από την οικογένεια του στο ΚΚΕ, το 1974, με αίτημα τη δημοσίευσή τους. Τα χρόνια που ακολούθησαν δημοσιεύθηκαν μόλις δυο, ενώ τελικά το 1997 ο αποδέκτης των γραμμάτων, αδελφός της γυναίκας του Πλουμπίδη Ιουλίας, Δημοσθένης Παπαχρήστου τα εξέδωσε (Νίκος Πλουμπίδης Ντοκουμέντα Γράμματα από τη φυλακή 1953-1954, Αθήνα, Δελφίνι, 1997), προσφέροντας μια συγκλονιστική πηγή για τον τρόπο σκέψης και τη στάση ενός αγωνιστή.
Τα 15 γράμματα- σημειώματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ξεκινούν τον Δεκέμβριο του 1953, ένα χρόνο μετά τη σύλληψη, δίκη και καταδίκη του Πλουμπίδη, για να καταλήξουν τον Απρίλιο του 1954. Είναι μικρά, «συμπυκνωμένα», γραμμένα ακανόνιστα, τις ώρες που δεν παρακολουθεί τον κρατούμενο ο φύλακας. Παρόλο που τυπικά απευθύνονται στον Δ. Παπαχρήστου, εκτός από το τελευταίο που δημοσιεύουμε σήμερα εδώ και το οποίο απευθύνεται στην Ιουλία Πλουμπίδη, ουσιαστικός αποδέκτης των γραμμάτων είναι στην πραγματικότητα το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ. Εκεί κατατίθενται οι απόψεις του Πλουμπίδη ώστε εν ευθέτω χρόνω να ληφθούν υπόψη για την επανεξέταση της υπόθεσης. Ως τότε ρητή εντολή του Πλουμπίδη είναι τα γράμματα να μην γίνουν γνωστά σε κανέναν άλλον πλην της οικογένειας.
Η έγνοια του να μη διαβαστούν από όλους συνδέεται με την αίσθηση του ανωτάτου κομματικού στελέχους που γνωρίζει από τη θέση του απόρρητα στοιχεία για το κόμμα. Η αίσθηση αυτή οδηγεί σε μια πολλαπλή λογοκριτική συμπεριφορά συνδεδεμένη με εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Κατ' αρχάς η απουσία ονομάτων ή τα ψευδώνυμα προφυλάσσουν πρόσωπα και καταστάσεις από τους υπεύθυνους των φυλακών εάν γίνουν αντιληπτά. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ο Πλουμπίδης αποφεύγει να πει πράγματα κυρίως για το παρελθόν που ακόμη και στο μέλλον θα μπορούσαν να βλάψουν το κόμμα.
Η κομματικότητα αποτελεί την υπέρτατη αρχή που καθορίζει και την προσωπική του στάση. Ο Πλουμπίδης δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει τα συναισθήματά του για το γιο του τη μόνη φορά στη ζωή του που τον συναντά, στη δίκη, γιατί θεωρεί ότι η σκηνή μπορεί να γίνει αντικείμενο από όσους θέλουν να βλάψουν την εικόνα ενός ανώτατου κομμουνιστικού στελέχους. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του δεν στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτή την ιδιότητα, δεν αισθάνεται ότι μπορεί κάποιος να του την αφαιρέσει, καθώς είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας του, της μακρόχρονης πορείας του αλλά και της πίστης του προς το κόμμα. Σε αυτή τη διαδρομή μπορεί να υπάρχουν σκοτεινές πλευρές, στιγμές που δεν εφάρμοσε με τη μέθοδο που θα έπρεπε τη γραμμή του κόμματος, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα διαφορετικής εκτίμησης για τον τρόπο της εφαρμογής.
Στο σχήμα αυτό η απουσία ή η δυσκολία επαφής με το Πολιτικό Γραφείο, απουσία απόλυτα εύλογη στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών, αποτελεί το συνήθη λόγο. Ετσι ο Πλουμπίδης εκτεταμένα αναφέρεται στην υπόθεση της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής, ενώ αναφέρεται ακόμη και στη σχέση του με τον Σιάντο, ο οποίος έχει κατηγορηθεί από τον Ζαχαριάδη ως ο κατ’ εξοχήν πράκτορας των Άγγλων, ή στην αμφισβήτηση του γράμματος του Ζαχαριάδη.
Σε όλες τις διαφοροποιήσεις του ο Πλουμπίδης τονίζει πως είτε πρόκειται για θέματα στρατηγικής ή τα όσα έκανε δεν υπερβαίνουν πάγιους κομματικούς κανόνες. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η γραμμή ακολουθείται και για την απάντηση στις κατηγορίες περί χαφιέ από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Μέσω των κειμένων του επιχειρεί να απαντήσει σε μια κατηγορία που δεν γνωρίζει, ανακαλώντας από τη μνήμη του όσα θεωρεί ότι μπορεί να σχετίζονται. Οι κύριες απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει με δυο εκτεταμένα σημειώματα αφορούν στις εκλογές του 1950 και 1951 όπου είχε αναλάβει την ευθύνη και όπου η μη εκτέλεση κατά γράμμα της εντολής του Π.Γ θεωρεί ότι επέδρασαν στον χαρακτηρισμό του ως προδότη∙ είχε απόλυτο δίκιο, όπως γνωρίζουμε σήμερα από το κομματικό καταδικαστικό πόρισμα.
Ο Πλουμπίδης επιχειρεί να ερμηνεύσει τα όσα του συμβαίνουν καταφεύγοντας σε οικεία εξηγητικά σχήματα, στους χαφιέδες και στους εγκάθετους πράκτορες της Ασφάλειας. Στη δική του ερμηνεία της υπόθεσης αναγορεύεται σε βασικό στόχο των εχθρών του κόμματος λόγω του ρόλου του στο παράνομο κλιμάκιο της Αθήνας από το 1948 έως το 1951. Ενόσω ήταν ελεύθερος δεν τολμούσαν να τον χτυπήσουν, αλλά έστελναν λανθασμένες πληροφορίες στο ΠΓ, το οποίο είχε ερωτηματικά αλλά δεν τον θεωρούσε χαφιέ. Η σύλληψη του αποθράσυνε τους εχθρούς του, οι οποίοι παρέσυραν το ΠΓ για την αποκήρυξη. Σε αυτό το πλαίσιο οι συνεχιζόμενες επιθέσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού, οφείλονται στη διατήρησή των χαφιέδων στα πόστα τους και στην προσπάθεια ανάδειξης του Πλουμπίδη σε αποδιοπομπαίο τράγο.
Η αναφορά στους χαφιέδες επιτρέπει στον Πλουμπίδη να κρατήσει στο απυρόβλητο την ηγεσία του κόμματος, η οποία εξ ορισμού μπορεί να κάνει λάθη δεν μπορεί, όμως να προδίδει, καθώς αποτελεί, όπως γράφει χαρακτηριστικά, την προσωποποίηση του κόμματος. Το κόμμα είναι η οικογένεια του ανθρώπου, είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζει και λογοδοτεί ο κομμουνιστής. Η πραγματική οικογένεια, οι συγγενικοί δεσμοί υπάρχουν και λειτουργούν πάντοτε υπό την κομματική ιδιότητα. Η στάση αυτή δεν σημαίνει ότι ο Πλουμπίδης δεν κάνει κριτική στα πεπραγμένα της ηγεσίας, και μάλιστα με τον «αέρα» του ανωτάτου κομματικού στελέχους, ο οποίος ξέρει ότι η γνώμη του έχει βάρος.
Σε αυτό το πλαίσιο, το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι το δικαστήριον της αύριον, τη στιγμή όπου το ΠΓ θα έλθει στην Αθήνα και θα συγκεντρώσει στοιχεία. Η ελπίδα του δεν αφορά στον ίδιο μόνο. Γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι κοντά και το επισημαίνει συνέχεια. Η αποκατάστασή του αφορά στο κόμμα και στην οικογένεια του για να μην φέρει αυτό το βάρος. Η μοναδική άμυνα του είναι η δημόσια στήριξη του κόμματος, ώστε να αποδείξει ότι δεν είναι χαφιές, η οργάνωση της στάσης του ώστε να μπορέσει την επόμενη μέρα να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσον για την αποκατάστάση του. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά θα κατέληγε αμέσως στο θάνατο, εάν δεν υπήρχαν οι μάχες της δίκης και στη συνέχεια του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στο πλαίσιο αυτό η συγγραφή των γραμμάτων αποτελεί ένα ακόμη πρόσθετο όπλο.
Η εικόνα αυτή δεν παραπέμπει σε μια εικόνα «αλύγιστου» αγωνιστή, αντίθετα αναδεικνύουν την ανθρώπινη διάστασή του, τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς του. Ο Πλουμπίδης διακατέχεται από μια συνεχή θλίψη κυρίως για την κομματική καταδίκη του και όχι για τον επερχόμενο θάνατό του, τον οποίον κάποτε αντιμετωπίζει ως λύτρωση. Μέσα από τις χαραμάδες του λόγου του εμφανίζεται η προσωπική πικρία και το συναίσθημα της αδικίας από τους συντρόφους του. Στοιχεία τα οποία στη συνέχεια τα εξορίζει λογικά, θεωρώντας ότι συσκοτίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της υπόθεση.
Στην λογική του Πλουμπίδη η πολιτική διάσταση της υπόθεσης είναι η κυρίαρχη. Το παλαίμαχο στέλεχος, το οποίο έχει διανύσει μια μακρότατη και πολύπαθη κομματική ζωή, επιδιώκει ως ύστατη πράξη να συγκροτήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να στοιχειοθετήσει τη δική του υπεράσπιση, ως ανώτατο κομματικό στέλεχος, στη μελλοντική συζήτησή για την αποκατάστασή του. Σε αυτή τη διαδικασία ο Πλουμπίδης κρατά την πίστη του στο Π.Γ και στο κόμμα ως στοιχείο για τη μελλοντική του δικαίωση αλλά και ως το βασικό σημείο μέσα από το οποίο μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο γράμμα προς την οικογένεια, ακόμη και όταν το Π.Γ. γίνεται «οι κατήγοροι» και δεν υπάρχει η αναφορά στο κόμμα υπάρχει πάντα η πίστη στην ιδεολογία του με μια υπέροχη κατάφαση ΥΓ. Μη λυπάστε, εγώ τώρα θα ησυχάσω. Σας εύχομαι όλων ευτυχία. Ο θάνατος είναι μια αλλαγή της ύλης. Έτσι είναι.
Βαγγέλης Καραμανωλάκης
Στήλη: Κομμάτια και αποσπάσματα: Ιστορίες στο Κόκκινο
Επιμέλεια: Μάνος Αυγερίδης
สินค้าออกกำลังกายผู้หญิง คุณภาพ ราคาพิเศษ